- λιοντάρι ή λέων
- Κοινή ονομασία του θηλαστικού Panthera leo, της οικογένειας των αιλουροειδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Τα αρσενικά λ. έχουν βάρος 150-260 κιλά και ύψος μέχρι το ακρώμιο 1 μ., ενώ τα θηλυκά βάρος 122-182 κιλά και ύψος 80-90 εκ. Η οδοντοστοιχία τους είναι πλήρης με αγκιστροειδείς κυνόδοντες, μήκους 5 εκ., ενώ οι προγόμφιοι και οι γομφίοι είναι εφοδιασμένοι με κοφτερές αιχμές. Από το τρίτο έτος της ηλικίας τους, το αρσενικό φέρει πλούσια χαίτη, καστανόξανθη ή μαυριδερή. Όσο μεγαλώνει το ζώο, το χρώμα της χαίτης του σκουραίνει. Και τα δύο φύλα καλύπτονται από κοντό τρίχωμα, ομοιόχρωμο, καστανόξανθο μέχρι καστανό σκούρο. Τα πόδια φέρουν γαμψά και ανασταλτά νύχια.
Το λ. είναι γενικά πολυγαμικό ζώο. Ύστερα από κύηση τριών μηνών, το θηλυκό γεννάει δύο ή τρεις σκύμνους, μήκους περίπου 30 εκ., τους οποίους θηλάζει για έξι μήνες. Τα λ. σχηματίζουν αγέλες που αποτελούνται από 1 ή 2 αρσενικά, 30 έως 40 θηλυκά και σκύμνους. Είναι ζώο διαδεδομένο στην Αφρική, στα νότια της Σαχάρας. Στην Ασία, όπου προστατεύεται με αυστηρούς νόμους, διαβιώνει σε μία περιορισμένη ζώνη μεταξύ της Βομβάης και του δέλτα του Ινδού, και ζει στις σαβάνες και στις στέπες, ενώ αποφεύγει τις ερήμους και τους τόπους υψηλόκορμης βλάστησης. Περνά τις ώρες της ημέρας σε ανάπαυση, κρυμμένο ανάμεσα σε θάμνους ή σε σπηλιές, ενώ αναζητά την τροφή του τη νύχτα και επιτίθεται κατά προτίμηση σε μεγάλα χορτοφάγα ζώα. Στον άνθρωπο επιτίθεται μόνο όταν νιώθει ότι απειλείται ή όταν είναι γέρικο και αδύναμο και δεν κατορθώνει να πιάνει ταχύποδα ζώα.
Ένα αρσενικό λιοντάρι.
Τα λιοντάρια ζουν σε περιοχές όπου αφθονούν περισσότερο τα χορτοφάγα ζώα μέσων και μεγάλων διαστάσεων.
Dictionary of Greek. 2013.